- αγελαιοτροφία
- ἀγελαιοτροφία, η (Α) [*ἀγελαιοτρόφος]η εκτροφή και συντήρηση κοπαδιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγελαιοτροφίας — ἀγελαιοτροφίᾱς , ἀγελαιοτροφία keeping of herds fem acc pl ἀγελαιοτροφίᾱς , ἀγελαιοτροφία keeping of herds fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγελαιοτροφίαν — ἀγελαιοτροφίᾱν , ἀγελαιοτροφία keeping of herds fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγελαιοτροφικός — ἀγελαιοτροφικός, ή, όν (Α) [*ἀγελαιοτρόφος] 1. ο σχετικός με την αγελαιοτροφία ή αυτός που είναι κατάλληλος γι’ αυτή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αγελαιοτροφική η αγελαιοτροφία* … Dictionary of Greek
αγελαίος — (I) αία, αίο (Α ἀγελαῑος, αία, αῑον, Μ ἀγέλαιος, αία, αιον) 1. αυτός που ανήκει σε αγέλη 2. αυτός που ζει ομαδικά, κοπαδιαστά 3. κοινός, συνηθισμένος νεοελλ. χυδαίος, «τού σωρού» αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀγελαῑοι τα μέλη τής… … Dictionary of Greek
τροφικός — ή, ό / τροφικός, ή, όν, ΝΜΑ [τροφή] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θρέψη (α. «τροφικές διαταραχές» διαταραχές που οφείλονται σε τοπικές ή γενικές βλάβες τής θρέψεως ιστών ή οργάνων β. «τροφική δηλητηρίαση» δηλητηρίαση οφειλόμενη στη… … Dictionary of Greek